-
1 αὔλειος
A of or belonging to the court, ἐπ' αὐλείῃσι θύρῃσι at the door of the court, i.e. the outer door, house-door, Od.11.239, cf. Pi.N.1.19, Hdt.6.69;αὔλειοι θύραι Sol.4.28
;ἐπὶ προθύροις.. οὐδοῦ ἐπ' αὐλείου Od.1.104
;ἐκτὸς αὐ. πυλῶν S. Ant.18
; : sg.,ἡ αὔλειος θύρα Lys.1.17
, Pl.Smp. 212c, Thphr.Char.28.3, Men.546;ἡ αὐλεία θύρα IG11(2).287
A 146 (Delos, iii B. C.), Thphr.Char.18.4; ἡ αὐλεία alone, Ar. Pax 982, Fr. 255, SIG2587.122;ἡ αὔλειος Plu.Pomp.46
, 2.516f, Luc.Tox.17;αἱ αὔλειοι Plb.5.76.4
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αὔλειος
См. также в других словарях:
αύλειος — αὔλειος και αὔλιος, α, ον και ος, ον (Α) 1. αυτός που βρίσκεται ή ανήκει στην αυλή («αὐλείῃσι θύρῃσι», «οὐδοῡ ἐπ αὐλείου», «ἐκτός αὐλείων πυλῶν») 2. το θηλ. ως ουσ. «αὔλειος και αὔλιος», «αὐλεία και αὐλία» η θύρα της αυλής, η αυλόπορτα. [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek